σιναπάλευρο(ν)

σιναπάλευρο(ν)
το горчичная мука

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σιναπάλευρο(ν)" в других словарях:

  • σιναπάλευρο — το, Ν σκόνη από απελαιωμένους τριμμένους σπόρους τού μαύρου σιναπιού που χρησιμοποιείται ως επισπαστικό φάρμακο με τη μορφή καταπλάσματος σε συνδυασμό με το άλευρο τού λιναριού, για την παρασκευή σιναπισμών, καθώς και τής επιτραπέζιας μουστάρδας …   Dictionary of Greek

  • σιναπάλευρο — το σκόνη από σινάπι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σινάπι — Όνομα με το οποίο είναι γνωστά τα φυτά σίναπις η λευκή και σίναπις η μελάνη, που ανήκουν στην οικογένεια των Σταυρανθών ή Κρουτσιφόρων (δικοτυλήδονα) και είναι πόες άγριες και κοινές, ακόμα και στα ακαλλιέργητα εδάφη των εύκρατων περιοχών. Η… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»